- κρατημάρα
- η (Μ κρατημάρα) [κρατημός]παράλυσηνεοελλ.παροιμ. «με το στόμα μπάρδα μπάρδα, με τα χέρια κρατημάρα» — μίλα όσο θέλεις, αλλά μη χειρονομείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρατημάρα — η παράλυση των άκρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)